- ἀπενιαύτησις
- ἀπενῐαύτ-ησις, εως, ἡ,A banishment for a term of years, τριετεῖς ἀ. ib.868e (v.l.-ισις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απενιαύτησις — ἀπενιαύτησις, η [απενιαυτώ] κ. ἀπενιαύτισις, η [απενιαυτίζω] εξορία για ορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως για ένα έτος … Dictionary of Greek
ἀπενιαυτήσεις — ἀπενιαύτησις banishment for a term of years fem nom/voc pl (attic epic) ἀπενιαύτησις banishment for a term of years fem nom/acc pl (attic) ἀπενιαυτέω aor subj act 2nd sg (epic) ἀπενιαυτέω fut ind act 2nd sg ἀ̱πενιαυτήσεις , ἀπενιαυτέω futperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απενιαυτισμός — ἀπενιαυτισμός, ο (Α) η απενιαύτησις … Dictionary of Greek
ἀπενιαυτήσεων — ἀπενιαυτήσεω̆ν , ἀπενιαύτησις banishment for a term of years fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)